-
1 κοινός
A common (opp. ἴδιος), not in Hom. (v. ξυνός) ; ἐκ κοινοῦ shared in common, Hes.Op. 723;ἔσται γὰρ βίος ἐκ κ. Ar.Ec. 610
; of a common altar, Simon.140;τὸ τέμενος εἶναι κ. SIG1044.29
(Halic., iv/iii B.C.);κ. ἔρχεται κῦμ' Ἀΐδα Pi.N.7.30
; τρεῖς.. κ. ὄμμ' ἐκτημέναι, of the Gorgons, A.Pr. 795; κ. ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς, of Prometheus, ib. 613;τὰς γυναῖκας εἶναι κοινάς Pl. R. 457d
: prov.,κοινὸν τύχη A.Fr. 389
, cf. Men.Mon. 356;κοινὰ τὰ τῶν φίλων E.Or. 735
(troch.), Pl.Phdr. 279c, Men.9, etc.; κ. Ἑρμῆς 'share the luck', Id.Epit.67, 100; κ. ἀρωγά common aid (i.e. for all), S.Ph. 1145 (lyr.); ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά and let the shouts of males rise jointly, Id.Tr. 207 (lyr.);κ. πόλεμον πολεμεῖν X.Hier.2.8
;τὸν ἀέρα τὸν κ. Men.531.8
;κ. τὸν ᾅδην ἔσχον οἱ πάντες βροτοί Id.538.8
;κ. ἀγαθὸν τοῦτ' ἐστί, χρηστὸς εὐτυχῶν Id.791
: c. dat., κ. τινί common to or with another,ὑμῖν φῶς.. καὶ τοῖσδ' ἅπασι κ. A.Ag. 523
;ὁ δαίμων κ. ἦν ἀμφοῖν ἅμα Id.Th. 812
;θάλατταν κ. ἐᾶν τοῖς ἡττημένοις And.3.19
;οἰκία.. κοινοτάτη ἀεὶ τῷ δεομένῳ Id.1.147
; [πολιτεία] τίς κοινοτάτη; Arist.Pol. 1289b14, cf. 1265b29;κοινόν τι χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυα X.HG7.1.32
;τὸν ἥλιον τὸν κ. ἡμῖν Men.611
: c. gen.,πάντων αἰθὴρ κ. φάος εἱλίσσων A.Pr. 1092
(anap.), cf. Pers. 132 (lyr.), Eu. 109, Pi.N.1.32; κ. τῶν Λακεδαιμονίων τε καὶ Ἀθηναίων shared in by both.., Pl.Mx. 241c, etc.: with Preps., τὸ ἐπὶ πᾶσι κ., v. infr. v;κ. κατ' ἀμφοτέρων A.D.Synt.144.19
;οὐ γίγνεταί μοί τι κ. πρός τινα AP11.141
(Lucill.), cf. Iamb.Myst.5.7; μέρος κ. πρός τινα shared with.., CPR22.11 (ii A.D.), etc.;κ. μεταξύ τινων Stud.Pal.1.7
ii 11 (v A.D.).II in social and political relations, public, general, τὸ κ. ἀγαθόν the common weal, Th.5.90;κ. λόγῳ Id.5.37
, Hdt.1.141; κ. στόλῳ ib. 170;ἀδικήματα D.21.45
;ὁ τῆς πόλεως κ. δήμιος Pl.Lg. 872b
; κοινότατον of public or general interest, ib. 724b, cf. Arist.Rh. 1354b29; of constitutions, popular, free,κοινοτέραν εἶναι τὴν ἐκείνου μοναρχίαν τῆς αὑτῶν δημοκρατίας Isoc.10.36
.2 τὸ κ. the state,τὸ κ. Σπαρτιητέων Hdt.1.67
: abs., of one's own state, Ar.Ec. 208, etc.;τὸ κ. ὠφελεῖται Antipho 3.2.3
, cf. X.Cyr.2.2.20;τὰς ὠφελείας ἅπασιν εἰς τὸ κ. ἀπεδίδου Isoc.10.36
.b esp. of leagues or federations,τὸ κ. τῶν Ἰώνων Hdt.5.109
;τῶν συμμάχων Isoc.14.21
;τῶν Βοιωτῶν SIG457.10
(Thespiae, iii B.C.), Plb.20.6.1 (pl.), etc.; ἄνευ τοῦ πάντων κοινοῦ (sc. τῶν Θεσσαλῶν) Th.4.78; also, of private associations, Test.Epict.1.22, SIG 1113 ([place name] Loryma), al.; of guilds or corporations,τὸ κ. τῶν τεκτόνων POxy.53.2
(iv A.D.); of boards of magistrates, τὸ κ. τῶν ἀρχόντων ib.54.12 (iii A.D.).c the government, public authorities, Th.1.90, 2.12, etc.;τὰ κ. Hdt.3.156
;ἀπαγγεῖλαι ἐπὶ τὰ κ. Th.5.37
; ἀπὸ τοῦ κ. by public authority, Hdt.5.85, 8.135; σὺν τῷ κ. by common consent, Id.9.87.d the public treasury,χρημάτων μεγάλων ἐν τῷ κ. γενομένων Id.7.144
;ἐν τῷ κ. καὶ ἐν τοῖς ίεροῖς Th.6.6
, cf. 17;χρήματα δοῦναι ἐκ τοῦ κ. Hdt.9.87
; ἔχειν ἐν κοινῷ (without the Art.), Th.1.80, cf. Sch.adloc.3 τὰ κ. public affairs: πρὸς τὰ κ. προσελθεῖν, προσιέναι, to enter public life, D. 18.257, Aeschin.1.165; but also, the public money, Ar.Pl. 569, D.8.23 (in full,τὰ κ. χρήματα X.HG6.5.34
, Arist.Pol. 1271b11); τὰ κ. τῆς πόλεως, opp. τὰ ἁγνά, BMus.Inscr.4.481*.383; ἀπὸ κοινοῦ at the public expense, X.An.4.7.27, 5.1.12; , cf. Antiph. 230; ἐκ κ. from common funds, at joint expense, PGrenf.1.21.19 (ii B.C.).III common, ordinary,τὰ κ. εἰδέναι Pl.Ax. 366b
;διὰ τῶν κ. ποιεῖσθαι τὰς πίστεις Arist.Rh. 1355a27
; κοινοτάτη τῶν αἰσθήσεων [ἡ ἁφή] Id.EN 1118b1; τὰ κ. commonplaces, Men.Sam.27, Epit. 309; soκ. τόπος Hermog.Prog.6
, Aphth.Prog.7; ἡ κ. ἔννοια or ἐπίνοια, Plb. 2.62.2, 6.5.2; κ. νοῦς, φρένες, common sense, Phld.Rh.1.37 S., 202 S.; κ. καὶ διήκουσαι κακίαι general and all-pervading vices, Id.Sign.28;κ. καὶ δημώδη ὀνόματα Longin.40.2
;κ. καὶ ἐν μέσῳ κείμενα ὀνόματα D.H.Lys.3
; ἡ κ. διάλεκτος every-day language (free from archaisms and far-fetched expressions), Id.Isoc.2;πεφευγὼς τὸ κ. Phld.Acad. Ind.p.53
M.2 Gramm., ordinary, 'regular' Greek, opp. special dialects, διάλεκτοί εἰσι πέντε, Ἀτθὶς Δωρὶς Αἰολὶς Ἰὰς καὶ κ. Sch.D.T. p.14 H., cf. D.S.1.16, Theodos.Can.p.37 H., etc.; ἡ κ. alone, A.D. Conj.223.24; τὸ κ. ἔθος, ἡ κ. ἐκφορά, Id.Adv.155.10, Pron.4.27; οἱ κ. the writers who use this language, Sch.D.T.p.469 H., EM405.23.c ἡ κ. διάλεκτος demotic Egyptian, Manethoap. J.Ap.1.14.4 in magical formulae, of words added at will by the user, ' and so forth', freq.in Pap., PMag.Osl.1.255, PMag.Par.1.273, al.; κοινὰ ὅσα θέλεις ib.2.53;ὁ κ. λόγος PMag.Lond.46.435
; cf. κοινολογία.IV of Persons, connected by common origin or kindred, esp.of brothers and sisters,κ. σπέρμα Pi.O.7.92
, cf.S.OT 261, OC 535 (lyr.);κ. αἷμα Id.Ant. 202
, cf. 1; κ. πατήρ, μήτηρ, PAmh.2.152.9(v/vi A.D.), PFlor.47.11 (iii A.D.); alsoκ. Χάριτες Pi.O.2.50
.2 one who shares in a thing, partner,ἐν θύμασιν κ. ποεῖσθαί τινα S.OT 240
;κ. ἐν κοινοῖσι λυπεῖσθαι Id.Aj. 267
, cf. Ar.V. 917; also κ. τῷ θεῷ belonging in part to the god (who claims tithe of his substance), Berl.Sitzb.1927.161 ([place name] Cyrene).3 lending a ready ear to all, impartial,μὴ οὐ κ. ἀποβῆτε Th.3.53
; neutral, ib.68; ;μέτριος καὶ κ. Arist.Ath.6.3
; κοινοί, οἱ, arbitrators, GDI1832.10 (Delph.);κ. μεσίτης PStrassb.41.14
(iii A.D.); of a capital city, δεῖ.. κοινὴν εἶναι τῶν τόπων ἁπάντων easily accessible on all sides, Arist.Pol. 1327a6.b courteous, affable, X. Cyn.13.9;κ. ἅπασι γενέσθαι Isoc.5.80
;τῇ πρὸς πάντας φιλανθρωπίᾳ κ. Democh.2
J.;ἔχειν τὰς κ. φρένας Phld.Rh.1.202
S.c in bad sense, κοινή, ἡ, prostitute, Vett.Val.119.30, Porph.Hist.Phil.12 (pl.).d of events, κοινότεραι τύχαι more impartial, i.e. more equal, chances, Th.5.102; ἔστιν ἐν τῷ κ. πᾶσι c. inf., And.2.6.V in Logic, general, universal, τὸ κ. λαμβάνειν περί τινων, τὸ ἐπὶ πᾶσι κ., Pl.Tht. 185b, 185c;τὰ κ. λεγόμενα ἀξιώματα Arist.APo. 76b14
; αἱ κ. ἀρχαί ib. 88a36; κ. ἔννοιαι axioms, heading in Euc.; general,κ. ὅρος Arist.Metaph. 987b6
; κοινὰ καὶ στοιχειώδη general principles, Phld.Rh.1.69S.; κ. σημεῖον, opp. ἴδιον, Id.Sign.14; κ. κρίσις objectively valid judgement, Id.Po.5.22;ὄνομα κ. Str.10.2.10
; abstract,ὁ κ. ἄνθρωπος καὶ λογισμῷ ληπτός Dam.Pr. 341
.VI Gramm.,1 κ. συλλαβή common syllable, capable of being long or short, D.T.633.17, Heph. 1.4.b κ. ποιήματα, poems which are both κατὰ στίχον and συστηματικά, e.g. the Sapphic stanza, Id.pp.58,59 C.; also, poems of ambiguous metrical form, Id.p.60 C.2 v.supr.111.2.3 of gender,κ. γένος D.T.634.19
; of nouns, A.D.Pron.30.7, al., EM143.33, 305.19, etc.4 ἀπὸ κοινοῦ λαμβάνειν, of two clauses taking a word in common, A.D.Synt.122.14, al.; κοινὸν or ἐκ κοινοῦ παραλαμβάνεσθαι, ib.20, 28, al.VII of forbidden meats, common, profane,φαγεῖν κ. καὶ ἀκάθαρτον Act.Ap.10.14
, cf. Ep.Rom.14.14;κ. χερσὶ ἐσθίειν Ev.Marc.7.2
.B Adv. κοινῶς in common, jointly, E. Ion 1462;τὰ κοινὰ κ. δεῖ φέρειν συμπτώματα Men.817
: [comp] Comp., ἐν Κρήτῃ -οτέρως [ἔχει τὰ τῶν συσσιτίων] Arist.Pol. 1272a16.3 sociably, like other citizens,οὐδὲ κ. οὐδὲ πολιτικῶς ἐβίωσαν Isoc.4.151
;ἴσως καὶ κ. πρός τινα προσφέρεσθαι Arist.Rh.Al. 1430a1
;κ. καὶ φιλικῶς Plu.Ant.33
; μετρίως καὶ κ. ὰσπάζεσθαι Id.Arat.43.4 in general, Diph.Siph. ap. Ath. 3.81a; ἡ κ. σύνεσις, τὸ κ. ἄνθρωπον", Phld.Vit.p.34J., Mort.38; opp. ἰδίως, Demetr.Lac.Herc.1014.41, Plu.Marc.8, cf. Longin.15.1;κοινότερον εἰπεῖν Phld.Rh.1.256
S.; - οτέρως Orib.Fr.93.6 in plain language, opp. σοφιστικῶς, Plu.2.659f; in the ordinary or wide sense, opp. κυρίως, Them.in APo.5.5: [comp] Comp., M.Ant. 2.10.II fem. dat. [full] κοινῇ; [dialect] Dor. [full] κοινᾷ SIG56.11 (Argos, v B.C.); [dialect] Boeot. [full] κυνῆ ib.635.31 (Acraeph., ii B.C.):—in common, by common consent, Hdt.1.148, 3.79, S.OT 606, OC 1339, E.Hipp. 731, Th.1.3, etc.;κ. πᾶσι καὶ χωρίς Arist.Pol. 1278b23
, cf. Ath.40.3; κ. μετά τινος, κ. σύν τινι, Pl.Smp. 209c, SIG346.27 (iv B.C.), X.Mem.1.6.14, etc.;ἰδίᾳ τε καὶ κ. Alex.291
: also neut.pl..3 as Prep. c. dat., together with, E. Ion 1228, Hel. 829, Fr. 823.III with Preps., εἰς κοινόν in common, in public,ὑμῖν τῇδέ τ' ἐς κ. φράσω A.Pr. 844
;πᾶσιν ἐς κ. λέγω Id.Eu. 408
, cf.Ar.Av. 457 (lyr.), Pl.Lg. 796e;εἰς κ. γνώμην ἀποφαίνεσθαι D.19.156
; εἰς τὸ κ. λέγειν, ἀγορεύειν, Pl.Tht. 165a, X. An.5.6.27; εἰς τὸ κ. for public use, Pl.Lg. 681c.2 ἀπὸ κοινοῦ, ἐκ κοινοῦ, v.A.1.1, 11.3, VI.4.3 ἀφεῖσαν ἐν κοινῷ ζητεῖν, Lat. rem in medio reliquerunt, Arist.Metaph. 987b14; but οἱ ἐν κ. γιγνόμενοι λόγοι, = οἱ ἐξωτερικοὶ λόγοι, Id.de An. 407b29.4 κατὰ κοινόν, opp. κατ' ἰδίαν, jointly, in common, Lexap.D.21.94, Plb.4.3.5; prob. forκατὰ κοινοῦ Id.11.30.3
.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή … Dictionary of Greek